ιατραλειπτης

ιατραλειπτης
    ἰατραλείπτης
    ἰᾱτρ-ᾰλείπτης
    -ου (1) ὅ иатралипт (врач, лечащий втираниями) Plin.J.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ιατραλειπτης" в других словарях:

  • ιατραλείπτης — ἰατραλείπτης, ὁ (Α) γιατρός που θεραπεύει με αλοιφές και εντριβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + αλείπτης (< αλείφω)] …   Dictionary of Greek

  • ἰατραλείπτης — surgeon who practises by anointing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰατραλειπτῶν — ἰατραλείπτης surgeon who practises by anointing masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ALIPTICE — olim pars Medicinae; nec in Gymnasiis tantum aut Circo (nam et Circum suos habuisse Aliptas, notar ad Vopiscum in Saturnin. c. 8. Casaubon.) sed etiam in Iatrice olim Aliptae noti fuêre: qui non solum ad conservandam valetudinem, vires… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ιατραλειπτική — ἰατραλειπτική, ἡ (Α) [ιατραλείπτης] η τέχνη τού ιατραλείπτη* …   Dictionary of Greek

  • ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»